- ξεσκολνώ
- ξεσκόλασα, τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ, βλ. ξεσκολίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.